δευτέρως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
en second lieu, au second rang.
Étymologie: δεύτερος.
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. δεύτερος.
Russian (Dvoretsky)
δευτέρως:
1 Plat., Arst. = δεύτερον;
2 во-вторых Arst.;
3 на втором месте (πρώτως τὸ κατ᾽ ἀξίαν, τὸ δε κατὰ ποσὸν δ. Arst.).