ὑπερπερίσσως
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
French (Bailly abrégé)
adv.
surabondamment.
Étymologie: ὑπέρ, περισσῶς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπερίσσως: безмерно, чрезвычайно NT.
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
adv.
surabondamment.
Étymologie: ὑπέρ, περισσῶς.
ὑπερπερίσσως: безмерно, чрезвычайно NT.