Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
adv.
de Crète.
Étymologie: Κρήτη, -θεν.
Κρήτηθε(ν) (Α)
επίρρ. από την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) (πρβλ. Πίση-θεν, Σπάρτη-θεν)].
Κρήτηθεν: adv. из Крита Hom.
from Crete, Il.