ἀτεκμάρτως
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
French (Bailly abrégé)
adv.
sans indice, au hasard.
Étymologie: ἀτέκμαρτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτεκμάρτως: Xen., Plut. = ἀτέκμαρτον.