λαμπροφανής

Revision as of 17:15, 8 February 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class=sense><p><span class="bld">A<\/span> <b class='b2'>(.*)(<\/b>)" to "$1")

English (LSJ)

ές, appearing brilliant, Paul.Al.N.2, Lyd. Mag.2.16.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροφᾰνής: -ές, φαινόμενος λαμπρός, Ἰω. Λυδ. 181. 21.

Greek Monolingual

λαμπροφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω, πρβλ. -φάν-ην), πρβλ. αληθοφανής, ευλογοφανής].