usefully
From LSJ
ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. προὔργου, P. συμφόρως, χρησίμως, ὠφελίμως, συμφερόντως, λυσιτελούντως, εὐχρήστως, χρηστικῶς, ἐπιτηδείως.
Translations
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente