δεκαπλοῦς
Spanish (DGE)
-δεκαπλῆ, δεκαπλοῦν
• Morfología: [ac. sg. fem. δεκαπλόαν IG 5(1).1421.7 (Ciparisia IV/III a.C.)]
décuplo, diez veces mayor, multiplicado por diez frec. en uso pred. τὸ γνωσθὲν ἀποτίνεται δεκαπλοῦν se ha de pagar el décuplo del valor estimado Arist.Ath.54.2, τὰ δὲ καὶ δεκαπλᾶ γίγνεται τῶν ὀφλημάτων y algunas deudas ascienden incluso al décuplo (de su importe), D.24.83, cf. Hyp.Dem.24.17, ἀποτεισάτω δεκαπλόαν τὰν πεντηκοστάν IG 5(1).1421.7, cf. 13 (Ciparisia IV/III a.C.), δεκαπλοῦν ἀποδότω τὸ τέλος IIl.24.8 (IV/III a.C.), ὅπως ... ζημιῶνται δεκαπλαῖς αἷς ἂν ποιῶνται βλάβαις SEG 41.1574.33 (Palestina II a.C.), δεκαπλοῦν ἐποιοῦμεν τὸ ἀνάλωμα Ph.Bel.62.31
•subst. τὸ δ. el décuplo, ITemple of Hibis 1.28 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 542] οῦν, zehnfach, τίμημα Din. 1, 60; Dem. 24, 83 u. A.