ἀδιαφορέω
English (LSJ)
A to be indifferent, κατά τι S.E.P.1.191; πρός τι M.Ant.11.16; ἀδιαφορεῖ impers., ἐάν . . ἐάν . . Ph.2.243: c. inf., A.D.Pron.45.22.
2 Gramm., not to agree, in case, gender, etc., ib.68.15,al.
II ἀδιαφορέω τινός not to differ from, Ph.1.414.
III personal, bring about no change, Gal.1.194.
IV Math., to be negligible, Procl.Hyp. 3.31; ἀδιαφορέω πρὸς ἄσθησιν not to differ appreciably, ib.3.15.
V of persons, to be neglected, uncared for, PLond.2.144 (i A.D.).
Spanish (DGE)
1 darle a uno lo mismo, no importarle, serle indiferente ναυκλήρων ἀδιαφορούντων a los armadores del barco les era indiferente Plb.31.14.10, cf. Gal.1.194, κατὰ δὲ τὴν φωνήν S.E.P.1.191, cf. M.Ant.11.16
•en v. pas. δέομαι οὖν κύριε μου μὴ ἀφεῖναι με ἐπὶ ξένης ἀδιαφορηθῆναι te pido por ello mi señor, no permitas que yo quede desatendido en tierra extraña, PLond.144.15 (II/III d.C., cf. BL 1.266)
•no tener importancia, ser irrelevante ἐπὶ ταύτης ἀδιαφορεῖ, ἐάν τε ἄρρεν ᾖ τὸ ἱερεῖον Ph.2.243, πρὸς αἴσθησιν Procl.Hyp.3.15, cf. 31
•c. gen. no diferir de θείας εἰκόνος Ph.1.414, περὶ ὀνομασίαν αὐτῶν ἀδιαφοροῦμεν Pamph.Mon.Solut.2.127.
2 gram. ser indiferente respecto a categorías gramaticales, A.D.Pron.45.22, 68.15.
Greek Monolingual
(Α ἀδιαφορῶ, ἀδιαφορέω) ἀδιάφορος
είμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτι
αρχ.
1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι
2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαφορέω: εἶμαι ἀδιάφορος, κατά τι, Σέξτ. Ἐμπ. II. 1. 191· πρός τι, Μ. Ἀντ. 11, 16· ἀδιαφορεῖ μ. ἀπαρεμ., Λατ. nihil refert, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 57. II. ἀδ. τινός, δὲν διαφέρω ἀπό τινος. Φίλων 1. 414.
German (Pape)
nicht unterschieden sein, ἀδιαφορεῖ, es ist gleichgültig, Apoll. pron. 57; so πρός τι, gegen etwas, M.Anton. 11.16; und andere Spätere