τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Full diacritics: σπειροφῠ́λᾰξ | Medium diacritics: σπειροφύλαξ | Low diacritics: σπειροφύλαξ | Capitals: ΣΠΕΙΡΟΦΥΛΑΞ |
Transliteration A: speirophýlax | Transliteration B: speirophylax | Transliteration C: speirofylaks | Beta Code: speirofu/lac |
[ῠ], ακος, ὁ, spirale, a kind of gold ornament, Gloss.
ὁ, Α
χρυσό κόσμημα με σχήμα ελικοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + φύλαξ.