groenteboer
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Dutch > Greek
[[καυλοπώλης, λαχανᾶς, λαχανεύς, λαχανευτής, λαχανοπράτης, λαχανοπώλης, λαχανοπωλήτρια, ὀπωροκάπηλος, ὀπωροπώλης, ὀπωρώνης, πωμαρίτης]]