πωμαρίτης

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωμαρίτης Medium diacritics: πωμαρίτης Low diacritics: πωμαρίτης Capitals: ΠΩΜΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: pōmarítēs Transliteration B: pōmaritēs Transliteration C: pomaritis Beta Code: pwmari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fruiterer, POxy.1917.75 (vi A.D.), BGU643 (v/vi A.D.), etc.: fem. πωμαρίτισσα [ῑτ], ἡ, PKlein.Form.809 (vi A.D.).

Greek Monolingual

πωμαρίτης, ὁ, θηλ. πωμαρίτισσα, Α
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωμάριον «κήπος, περιβόλι» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης)].