λαμπροφανής

Revision as of 06:24, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

English (LSJ)

ές, appearing brilliant, Paul.Al.N.2, Lyd. Mag.2.16.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροφᾰνής: -ές, φαινόμενος λαμπρός, Ἰω. Λυδ. 181. 21.

Greek Monolingual

λαμπροφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω, πρβλ. ἐφάν-ην), πρβλ. αληθοφανής, ευλογοφανής].