σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)αυτός που έχει ερωτευμένη καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -κάρδιος (< καρδιά)πρβλ. σπαραξικάρδιος].