ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύφλεκτος].