μεθύστακας
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
ο
αυτός που συνεχώς μεθάει, οινοπότης, κρασοπατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθυστής + μεγεθ. κατάλ. -ακας (πρβλ. χάντακας].