μεθύστακας

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που συνεχώς μεθάει, οινοπότης, κρασοπατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθυστής + μεγεθ. κατάλ. -ακας (πρβλ. χάντακας].