μεθύστακας

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

Greek Monolingual

ο
αυτός που συνεχώς μεθάει, οινοπότης, κρασοπατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθυστής + μεγεθ. κατάλ. -ακας (πρβλ. χάντακας].