μεγαλοβρεμέτης

Revision as of 06:49, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ου, ὁ, loud-thundering, Ζεύς Q.S.2.508.

German (Pape)

[Seite 105] ὁ, der laut Tosende, Qu. Sm. 2, 508, Ζεύς.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ μεγάλως βρέμων, ἰσχυρῶς βροντῶν, Κόϊντ. Σμ. 2. 508.

Greek Monolingual

μεγαλοβρεμέτης, ὁ (Α)
αυτός που βροντά δυνατά («Διὸς μεγαλοβρεμέταο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαβρεμέτης].