ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
μολυβδοβόλον, τὸ (Μ)
πυροβόλο όπλο, τουφέκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -βόλον (< βάλλω), πρβλ. λαγωβόλον].