νηστήσιμος

Revision as of 08:13, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που είναι κατάλληλος να τρώγεται κατά τη διάρκεια νηστείας («έτσι το φαγητό, πάντοτε νηστήσιμο, είναι αγγαρεία», Ζ. Παπαντ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή κατά τη διάρκειά του τηρείται νηστεία («νηστήσιμη ημέρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηστεύω, κατά τα σε -ήσιμος (πρβλ. καλλιεργήσιμος, κατοικήσιμος)].