η (Α ἀγγαρεία) (Ν και αγγάρεια και αγγαρειά) ἀγγαρεύω
υπηρεσία, εργασία που γίνεται αναγκαστικά και χωρίς αμοιβή
νεοελλ.
1. κάθε κοπιαστική δουλειά ή δυσάρεστη υποχρέωση
2. τα άτομα που εκτελούν αγγαρεία
3. (ως επίρρ.) αγγαρευτικά, καταναγκαστικά
μσν.
φορολογία
αρχ.
άγγελμα, είδηση.