Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγγαρεία

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

η (Α ἀγγαρεία) (Ν και αγγάρεια και αγγαρειά) ἀγγαρεύω
υπηρεσία, εργασία που γίνεται αναγκαστικά και χωρίς αμοιβή
νεοελλ.
1. κάθε κοπιαστική δουλειά ή δυσάρεστη υποχρέωση
2. τα άτομα που εκτελούν αγγαρεία
3. (ως επίρρ.) αγγαρευτικά, καταναγκαστικά
μσν.
φορολογία
αρχ.
άγγελμα, είδηση.