σφραγιστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, sealer, i.e. sealring, signet, Nicom.Ar.1.23, D.L.7.50.
German (Pape)
[Seite 1052] ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring (?).
Russian (Dvoretsky)
σφρᾱγιστήρ: ῆρος ὁ перстень с печатью, печатка Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. δακτύλιος μετὰ σφραγιδολίθου, σφραγίς, Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. λίθος, ὁ λίθος δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
μσν.
ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)
αρχ.
δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομιστήρ, σωφρονιστήρ)].