χαλκόδεσμος
From LSJ
Greek Monolingual
-ον, Α
χαλκόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + δεσμός (πρβλ. κεφαλόδεσμος, σιδηρόδεσμος)].
German (Pape)
= χαλκόδετος, Hesych.
-ον, Α
χαλκόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + δεσμός (πρβλ. κεφαλόδεσμος, σιδηρόδεσμος)].
= χαλκόδετος, Hesych.