στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ὁ, Ακωμ. προσωνυμία του πατέρα του Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στάμνος + επίθημα -ίας (πρβλ. καπνίας)].