Σταμνίας

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
κωμ. προσωνυμία του πατέρα του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στάμνος + επίθημα -ίας (πρβλ. καπνίας)].