ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
νεκροδοχεῖον, τὸ (Α)τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + δοχεῖον (πρβλ. μελανοδοχείον)].