ορχηστύς

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

ὀρχηστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. όρχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι «χορεύω», πρβλ. απρμφ. αορ. ὀρχήσ-α-σθαι + επίθημα -τύς (πρβλ. μνηστύς). Η λ. ορχηστύς αναφέρεται κυρίως στην τέχνη του χορού και διακρίνεται από το ὄρχησις, που αναφέρεται στην πράξη του χορού].