ολβιόβιος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
Greek Monolingual
ὀλβιόβιος (Α)
(ως προσωνυμία του Ηρακλέους)
1. αυτός που παρέχει ευτυχισμένη ζωή, όλβιο βίο
2. (κατ' άλλη ερμην.) αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + βίος (πρβλ. λιτόβιος)].