ολβιόβιος

From LSJ

Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an

Menander, Monostichoi, 546

Greek Monolingual

ὀλβιόβιος (Α)
(ως προσωνυμία του Ηρακλέους)
1. αυτός που παρέχει ευτυχισμένη ζωή, όλβιο βίο
2. (κατ' άλλη ερμην.) αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + βίος (πρβλ. λιτόβιος)].