ροίβδος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
ὁ, Α
ορμητική κίνηση, συριστικός ήχος (α. «πτερῶν γὰρ ῥοῑβδος οὐκ ἄσημος ἦν», Σοφ.
β. «ἀνέμου ῥοῑβδος καὶ ῥύμη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος πιθ. με ονοματοποιία από ρίζα roi-gw- με επίθημα -δος (πρβλ. κέλαδος, ἄραδος), βλ. και λ. ῥοῖζος.