ροίβδος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ὁ, Α
ορμητική κίνηση, συριστικός ήχος (α. «πτερῶν γὰρ ῥοῑβδος οὐκ ἄσημος ἦν», Σοφ.
β. «ἀνέμου ῥοῖβδος καὶ ῥύμη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος πιθ. με ονοματοποιία από ρίζα roi-gw- με επίθημα -δος (πρβλ. κέλαδος, ἄραδος), βλ. και λ. ῥοῖζος.