Revision as of 12:28, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Created page with "{{grml |mltxt=το<br />δεντράκι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δένδρον <span style="...")
το δεντράκι. [ΕΤΥΜΟΛ.<δένδρον+ (υποκοριστική κατάλ.) -ύλλιο (δενδρύλλιον) (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζαντίου].