οπωροκάπηλος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Greek Monolingual
ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].
ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].