ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α)οπωροπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιοκάπηλος)].