πονόλαιμος
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
ο, Ν
πόνος του λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + λαιμός, κατ' αντιστροφή του λαιμόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος λαιμού (πρβλ. πονοκέφαλος)].