παρωδός
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
-όν, Α
1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῖς αἰνίγμασι», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός
α) ο ποιητής παρωδιών
β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. μονωδός)].