κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs
τὸ, Απιθ. υποκορ. του σκυφίον.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρηνίδιον)].