υδροθήκη
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
η / ὑδροθήκη, ΝΑ
δεξαμενή νερού, στέρνα
νεοελλ.
1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό
2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών υδράνθων και τα γονοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + θήκη (πρβλ. βιβλιοθήκη). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrotheque].