Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
-ον, Ααυτός που έχει ψηλό τράχηλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + τράχηλος (πρβλ. μεγαλοτράχηλος)].