υψηλοτράχηλος

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλό τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + τράχηλος (πρβλ. μεγαλοτράχηλος)].