κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
-ον, Ααυτός που έχει ψηλό τράχηλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + τράχηλος (πρβλ. μεγαλοτράχηλος)].