ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
-ον, Ααυτός που έχει ψηλό τράχηλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + τράχηλος (πρβλ. μεγαλοτράχηλος)].