λαμπρόπους

Revision as of 16:16, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

A bright-footed, Sch.DIl.1.538.

German (Pape)

[Seite 12] ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538.

Greek Monolingual

λαμπρόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει λαμπρά, λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + πούς (πρβλ. ωκύπους)].