πολυαίμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, bloody, A.Supp.840 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 659] vollblütig, blutig, Aesch. Suppl. 820.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
couvert de sang.
Étymologie: πολύς, αἷμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
πολυαίμων: 2, gen. ονος весь в крови, облитый кровью Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαίμων: -ον, γεν ονος, αἱματώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 840.
Greek Monolingual
-ον, Α
αιματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αίμων (< αἷμα), πρβλ. ομαίμων, υφαίμων].