νευρόθλαστος

Revision as of 16:45, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ον, bruised in the sinews, Gal.13.576, Orib.Fr. 88.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόθλαστος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νεῦρα τεθλασμένα, τοὺς τεθλασμένους τὰ νεῦρα, καθάπερ ἐκεῖνος ἐτέθλαστο, νευροτρώτους ἐφθάκασι καλεῖν οὐ νευροθλάστους Γαλην. 13. 712.

Greek Monolingual

νευρόθλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύθλαστος, κεφαλόθλαστος].

German (Pape)

an den Sehnen gequetscht, Galen.