μύλοικος
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Full diacritics: μύλοικος | Medium diacritics: μύλοικος | Low diacritics: μύλοικος | Capitals: ΜΥΛΟΙΚΟΣ |
Transliteration A: mýloikos | Transliteration B: myloikos | Transliteration C: myloikos | Beta Code: mu/loikos |
ὁ, a kind of beetle or cockroach, Plin.HN29.141.
μύλοικος, ὁ (Α)
είδος σκαθαριού ή κατσαρίδας που ζει σε μύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσίοικος].