οικειόφωνος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
Greek Monolingual
οἰκειόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.
επίρρ...
οἰκειοφώνως (Α)
με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος].