μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
οἰκειόφωνος, -ον (Α)αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. επίρρ...οἰκειοφώνως (Α)με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος].