οἰκειόφωνος
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
οἰκειόφωνον, by word of mouth: in Adv. οἰκειοφώνως Ctes.Fr.29.9.
German (Pape)
[Seite 299] mit eigener Stimme, mündlich, Ctes. 9.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκειόφωνος: -ον, ἐν τῷ Ἐπιρρ. οἰκειοφώνως, καὶ αὐτὸς δὲ (δηλ. ὁ Καμβύσης) οἰκειοφώνως ὕστερον, καὶ αὐτὸς δὲ μὲ τὸ στόμα του ὕστερον, Κτησ. Περσ. 9.
Greek Monolingual
οἰκειόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.
επίρρ...
οἰκειοφώνως (Α)
με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος].