ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
ηνόσος ή φθορά τών δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. καρδιοπάθεια].