οδοντοπάθεια

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η
νόσος ή φθορά τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. καρδιοπάθεια].