βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ὁμοεργής, -ές (ΑΜ)αυτός που συμπράττει με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολοεργής].