Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ὀστοφαγῶ, -έω (ΑΜ)τρώω οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φαγῶ (< -φάγος), πρβλ. σαρκοφαγώ].